[1443] κίστη, ἡ, Kasten, Kiste; μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίϑει μενοεικέ' ἐδωδήν Od. 6, 76; zu Kleidern, Ar. Equ. 1211 Th. 284 u. öfter; Sp., wie Paul. Sil. (VI, 654), μελανδόκος.