[1279] καδίσκος, ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιϑέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.