[1282] καθαρτικός, reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καϑαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καϑ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καϑ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.