[1282] καθ-είργνῡμι (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καϑεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καϑείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καϑείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καϑείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καϑείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καϑειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ ϑανάτῳ καϑειργνύμενοι S. N. V. 10.