[1283] καθ-εκτικός, ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καϑεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.