[1284] καθ-ηλόω, annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καϑηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.