[1285] καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καϑίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καϑιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καϑίδρυκεν ἡ φύσις Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, ὅπου καϑιδρυϑέντε διαγενοίμεϑ' ἄν Ar. Av. 45; αὐτοῦ καϑιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καϑιδρύεται 1, 12; καϑιδρυνϑέντες ἐς Ἀργώ Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καϑιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).