[1285] καθ-ιζάνω if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; ϑεοὶ ϑῶκόνδε καϑίζανον Od. 5, 3; εἰς ϑρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.