[1288] καθ-ομο-λογέω, zugestehen, wie das simpl., Plat. Gorg. 499 b; geloben, τινὶ πίστιν δοῠναι Andoc. 1, 41, Sp., ἀνάϑημα τῷ ϑεῷ Luc. Phalar. 2, 1; – verloben, Plut. Tib. Gr. 4, wie med. καϑωμολογημένος τὴν ἀδελφὴν Πακόρῳ Crass. 33; pass., Ἰουλίαν.Σκηπίωνι καϑωμολογημένην Pomp. 47.