[1295] καινο υργός, = καινουργής; τὸ καινουργὸν καὶ μὴ πρός τι ἄλλο ἀρχέτυπον μεμιμημένον Luc. Prom. 3. – Auch = Neues hervorbringend, πόλεμος Hel. 9, 5.