[1295] καινο-τόμος, Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινό-τομος, neu angefangen, neu, πρᾶγμα Hermog.