[1305] κακουργία, ἡ, das Wesen eines κακοῦργος, Schlechtigkeit, Missethat, Betrug; τῆς πόλεως Plat. Rep. IV, 434 c; τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίαι τῶν πωλούντων Legg. XI, 917 e; neben ἀπάται καὶ δολώσεις Xen. Cyr. 1, 6, 28.