[1305] κακο υχία, ἡ, schlechte Behandlung; χϑονὸς πατρῴας Aesch. Spt. 650, nach Schol. κάκωσις, Verwüstung; schlechte Lage, Unglück, Plat. Rep. X, 615 b ἤ πόλεις προδόντες καὶ εἰς δουλείας ἐμβεβληκότες ἤ τινος ἄλλης κακουχίας μεταίτιοι; so Pol. 3, 79, 6; Plut. auch im plur., Consol. ad Apoll. p. 358.