[1304] [1304] κακο ύργημα, τό, schlechte Handlung, Bosheit, Betrug; τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακ. Plat. Rep. IV, 426 e, öfter; τὸ ἀποκτείνειν μέγα κακ. εἶναι Antiph. 5, 10; Folgde.
Brockhaus-1809: Kako
Herder-1854: Kako
Meyers-1905: Kako...
Pierer-1857: Kako...