[1304] κακο-τέχνιον, τό, = κακοτεχνία, wie Poll. 8, 37 aus Lys. κακοτεχνίου δίκην anführt, s. oben.
Brockhaus-1809: Kako
Herder-1854: Kako
Meyers-1905: Kako...
Pierer-1857: Kako...