[1312] καλλ-ωπίζω, das Gesicht schön machen, ein schönes Ansehen geben; καλλωπίζοντες τὸ ὄνομα Ἑρμῆν καλοῦμεν Plat. Crat. 408 b; καλλωπισϑεῖσα 409 c; οἰκία ὑπερβαλλούσῃ δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη Xen. Hier. 11, 2. – Häufiger im med., sich schmücken; ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην, ἵνα καλὸς παρὰ καλὸν ἴω Plat. Conv. 174 a; sich zieren, παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος Phaedr. 236 d, vgl. Prot. 333 d; Plut. λέξις κεκαλλωπισμένη, S. Emp. adv. rhet. 55. – Gew. prunken, prahlen mit Etwas, ἐπί τινι, Plat. Rep. III, 405 b, τινί, Phaedr. 252 a; καλλωπιζόμενος ὥς τι εὑρηκότων ἡμῶν καλόν Theaet. 195 d; ὡς οὐκ ἀγανακτῶν Crit. 52 c; τοῖς ὅπλοις Xen. Cyr. 7, 4, 14, vgl. 8, 8, 18; auch vom Pferde, de re equ. 10, 4; Sp., λόγῳ παραιτεῖσϑαι καλλωπιζόμενος Plut. Caes. 28.