[1320] καναχίζω, = καναχέω; vom Krachen der Balken, Il. 12, 36; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κανάχιζε, von den Weinenden, Od. 10, 399; τῶν δ' ὑπὸ σευομένων κανάχιζε πόσ' εὐρεῖα χϑών, es erdröhnte die Erde, Hes. Sc. 373; Sp.