[1323] καπν-ώδης, ες, rauchartig, räucherig; ὁ καπν. καὶ συννεφὴς ἀήρ Pol. 9, 16, 3; bes. von der Farbe, Luc. Philops. 16; δυςῶδές τι καὶ καπνωδέστερον ἐρυγγάνειν Saturn. 28; Theophr.