[1326] καρβατίνη, ἡ (Poll. 7, 88 leitet es von Κάρ ab), Bauernschuh von rohem Leder, VLL.; Xen. An. 4, 5, 14 ἦσαν, ἐπειδὴ ἀπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβατίναι αὐτοῖς πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν; Arist. H. A. 2, 1; Luc. Alex. 39. Eigtl. fem. von