[1332] καρφο-λογέω, dünne Halme, Stoppeln, Reiser sammein, Theophr.; Flocken ablesen, ἐάν τι πρὸς τὸ τρίχωμα τῆς καφαλῆς προςενεχϑῇ ἄχυρον ἀπὸ πνεύματος καρφολογῆσαι id. char. 2.