[1333] κασαλβάς, άδος, ἡ, Ar. Eccl. 1106, u. κασάλβη, ἡ, VLL., die Hure; nach Schol. Ar. Equ. 355 ὅτι καλοῦσι οὐκ ἔχουσαι τοὺς ἐραστάς, σοβοῦσι δὲ τοὺς ὄντας. Vgl. aber κασαύρα, κάσσα u. ä.