[1379] κατά-σκοπος, betrachtend, erspähend, erforschend, bes. subst., der Späher, Kundschafter; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν Eur. Rhes. 125, öfter; τῶν λόγων Ar. Thesm. 588; Her. 1, 100; Thuc. 8, 6; κατάσκοπον πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαϑεῖν ὅτι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Xen. Cyr. 6, 1, 18; Sp.