[1389] κατά-φοβος, voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana