[1377] κατασβέννῡμι (s. σβέννῡμι), auslöschen; κατέσβεσε ϑεσπιδαὲς πῦρ Il. 21, 381, öfter in tmesi; erschöpfen, austrocknen, ϑάλασσαν Aesch. Ag. 932, πηγήν Spt. 556; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt, Ag. 862; πῦρ κατασβέσεις Ar. Lys. 375. Uebertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen, Soph. Ai. 1128; ἔριν O. C. 423; σμικρὸν ῥῆμα κατασβέννυσι τὰς ἡδονάς Plat. Legg. VIII, 838 b; τὴν δυςχέρειαν κατασβέσαι Prot. 334 c; ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεϑιζόμενόν τε καὶ κατασβεννύμενον ϑυμόν Rep. III, 411 c; κατασβεσϑέν Tim. 49 c; τὴν ταραχήν Xen. Cyr. 5, 3, 55; κατέσβεστο Plut. Ant. 83. – Intrans. aor. II., καιόμενον τὸν χρυσὸν κατασβῆναι Her. 4, 5; perf. s. oben.