[1340] κατα-βοή, ἡ, = Folgdm; αἰσϑόμενοι καταβοὴν οὐκ ὀλίγην οὖσαν ἡμῶν παρήλϑομεν, Geschrei gegen uns, Anklage, Thuc. 1, 73, vgl. 8, 85; εἰς Λακεδαίμονα 8, 87.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana