κατα-γέλαστος

[1341] κατα-γέλαστος, verlacht, zu verlachen, lächerlich; Πέρσας μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσϑαι Ἕλλησι Her. 8, 100; φοβοῦμαι, οὔτι μὴ γελοῖα εἴπω, ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; Rep. VII, 518 b; πάντων καταγελαστότατον Isocr. 4, 176; καταγέλαστος εἶ Ar. Nubb. 849. – Adv., Plat. Legg. VI, 781 c; καταγελάστως χρῆσϑαι τῷ σώματι Aesch. 1, 32, vgl. 43.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1341.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika