[1342] κατα-γηράσκω (s. γηράσκω), altern, alt werden; αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od. 19, 360; Hes. O. 93; Eur. Med. 124; καταγηράσομαι Ar. Equ. 1308; auch καταγηράσουσι, Plat. Legg. XII, 949 c; κατεγήρασαν Theaet. 202 d; als att. empfohlen καταγηρᾶναι, Ath. V, 190 e, wo noch καταγηράναι accentuirt ist; καταγεγηράκασιν Isocr. 10, 1; auch übertr., καταγηρασάντων τῶν ἀρχαίων νομίμων, veralten, bei Ath. XIV, 633 b.