[1346] κατα-δέω (s. δέω), ermangeln; καταδέουσαι μιῆς χιλιάδος ἕνδεκα μυριάδες, 110, 000 weniger ein Tausend, also 109, 000, Her. 9, 30; καταδεῖ τὸ ναυτικὸν δύο νηῶν ἐς τὸν ἀριϑμόν 8, 82; ἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων, ὡς μὴ εἶναι πεντακοσίων χιλίων 2, 7; Sp., wie Paus. 8, 33, 3, nachstehen.
Meyers-1905: Dez · Nagy-Káta · Kata...