[1344] κατα-δαίνῡμι (s. δαίνυμμι), bewirthen. Im med. aufzehren, verspeisen, Opp. Hal. 1, 759; κατεδαίσατο Theocr. 4, 34; μήποτε καταδαίσηται Ael. H. A. 12, 6; κατεδαισάμεϑα στρουϑόν Ath. IX, 399 a; auch ὠκεῖα φλόξ νιν κατεδαίσατο, Phryn. bei Paus. 10, 31, 4.