[1345] κατα-δακτυλικός, der zum καταδακτυλίζειν geneigt ist, Ar. Equ. 1381, wo der Schol. erkl. συνουσιαστικος κατὰ τοῦ πρωκτοῦ.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana