[1351] κατα-κάμπτω, nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρϑοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
Brockhaus-1911: Kamptz
Herder-1854: Kamptz
Meyers-1905: Kamptz · Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kamptz · Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana