[1351] κατα-καίριος, = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλϑῃ; δισκηϑεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana