[1351] κατα-καλύπτω, ganz bedecken, verhüllen; in tmesi Hom., Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν Il. 17, 594, vgl. 1, 460, wie κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε 16, 325; εἴϑ' ὄφελεν κἀμὲ ϑανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι Aesch. Pers. 881; μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε ϑάνατος Eur. Troad. 1314; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη Plat. Hen. 76 b; Xen. Hell. 1, 4, 12. – Med., Her. 6, 67; sich verbergen, Ggstz ἀναφαίνομαι, Plat. Tim. 40 c, vgl. Epist. VII, 340 a.