[1354] κατα-κνίζω, zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρϑῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφϑείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.