κατα-κοσμέω

[1355] κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησϑε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1355.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika