[1356] κατα-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), herabhangen lassen, aufhängen; ἔνϑα κατακρεμάσασα τόξα καὶ ἰοὺς ἡγεῖται H. h. 27, 16; κατακεκρέμασμαι D. Sic. 18, 26.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana