[1357] (κατα-κυλίνδω) oder κατακυλίω, herabwälzen, herabrollen; μὴ κατακυλισϑῇ Her. 5, 16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen. Cyr. 5, 3, 1; Sp., wie D. Hal. 4, 26. – Adj. verb. κατακυλιστός, Sp.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana