[1359] κατα-λάμπω, 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς ϑάλατταν sept. sap. conv. 18.