[1361] κατα-λούω (λούω), verbaden, mit Bädern durchbringen, Med.; ὥςπερ τεϑνεῶτος καταλούει (oder mit Bekker καταλόει) μου τὸν βίον Ar. Nubb. 828, Schol. erkl. καταναλίσκει.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana