[1363] κατα-μηνύω, anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; [1363] καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.