[1364] κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana