[1365] κατα-νέμω (s. νέμω), 1) vertheilen, austheilen; τοὺς δήμους κατένεμε ἐς τὰς δέκα φυλάς Her. 5, 69; τὴν νῆσον δέκα μέρη κατανείμας, in zehn Theile vertheilend, Plat. Critia. 113 e, wie τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Xen. Cyr. 7, 5, 13; auch med., κατενείμαντο γῆν πᾶσαν Plat. Critia. 113 b, sie vertheilten unter sich, wie Thuc. 2, 17; – zurechnen, zuschreiben, τινὰ εἰς τὴν προςήκουσαν τάξιν Aesch. 1, 155. 159. – 2) abweiden, τὴν ἱερὰν χώραν βοσκήμασι κατανέμουσι Dem. 18, 154; Sp., D. Hal. 1, 79; auch als depon. pass. gebraucht, τὴν χώραν ἡμῶν κατανενέμηνται καὶ τὴν πόλιν κατεσκάφασι Isocr. 14, 7, λέοντα κατανεμηϑέντα τὴν Λιβύην Ath. XV, 677 e; ἀλφοῦ κατανεμηϑέντος τὸ σῶμα Plut. Artax. 23.