[1367] κατα-ξέω (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισϑῇ καὶ καταξεσϑῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana