[1368] κατα-πατέω, niedertreten, ain-, zertreten; ἐπεὰν καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα Her. 2, 14; κατεπατέοντο ὑπ' ἀλλήλων 7, 123; Thuc. 7, 84; Xen. Hell. 4, 4, 11; so scheint auch Dem. 34, 37 zu nehmen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet; eigenthümlich 7, 45 εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε, niedergetreten, zertreten. – Uebtr., verachten, τὰ γράμματα Plat. Gorg. 484 a, νόμους Legg. IV, 714 a; Sp., bes. LXX; auch τινός, Suid.