[1370] κατα-πλαγής, ές, erschrocken, furchtsam; καταπλαγεῖς γενόμενοι τὴν τοῦ Πύῤῥου ἔφοδον, = καταπλαγέντες, Pol. 1, 7, 6. Auch καταπληγής.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana