[1377] κατα-σκαφή, ἡ, das Untergraben, Begraben; ϑάπτειν γῆς φίλαις κατασκαφαῖς Aesch. Spt. 999; τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς αὐτῷ μηχανήσομαι 1028; ζῶσ' εἰς ϑανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς Soph. Ant. 911, die Gräber. – Gew. das Niederreißen, Zerstören, δόμων Aesch. Ch. 49, πόλει κατασκαφὰς ϑέντες Spt. 46; Soph. O. C. 1318; Eur. Hel. 197; auch in Prosa, τειχέων Lys. 13, 8, Sp., wie D. Sic. 15, 98.