[1379] κατα-σκήνωμα, τό, Decke, Vorhang, νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα Aesch. Ch. 993.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana