[1380] κατα-σταγμός, ὁ, das Herabtröpfeln, bei den Aerzten, τὸ ῥεῦμα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καταφερόμενον διὰ τῶν μυκτήρων B. A. 270.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana