[1382] κατα-στοιχειόω, = Folgdm; τύπος κατεστοιχειωμένος, elementarischer Grundriß, Entwurf, D. L. 10, 35.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana