[1383] κατα-σφάζω u. κατασφάττω (s. σφάζω), abschlachten, tödten, morden; κατασφαγείσης πρὸς χερῶν μητροκτόνων Aesch. Eum. 102; ὡς ὁ Λάϊος κατασφαγείη Soph. O. R. 730; μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγείς Eur. Bacch. 856, öfter; Her. 8, 127; Xen. An. 4, 1, 23; Sp.